σύλησα

σύλησα
σύ̱λησα , συλάω
strip off
aor ind act 1st sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συλώ — σύλησα, συλήθηκα, συλημένος, κλέβω κυρίως ιερά πράγματα: Οι Τούρκοι σύλησαν εκκλησίες στην Κύπρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλώ — συλώ, σύλησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”